- ξεσκουριάζω
- 1. καθαρίζω την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου από τη σκουριά2. μτφ. α) αποκτώ νέες δυνάμεις, ανακτώ ζωντάνια, εγκαταλείπω την αδράνεια, δραστηριοποιούμαιβ) ικανοποιώ σεξουαλικές ορέξεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκουριάζω — ξεσκουριάζω, ξεσκούριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκουριάζω — ξεσκούριασα, ξεσκουριάστηκα, ξεσκουριασμένος, καθαρίζω μεταλλικό αντικείμενο από σκουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσκωριάζω — καθαρίζω την επιφάνεια ενός μετάλλου από τη σκουριά, ξεσκουριάζω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσκουριαστής — ο, θηλ. άστρα [ξεσκουριάζω] 1. αυτός που καθαρίζει μεταλλικά αντικείμενα από τη σκουριά 2. το θηλ. γυναίκα πρόθυμη να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες τών ανδρών που τήν πολιορκούν … Dictionary of Greek
ξεσκούριασμα — το [ξεσκουριάζω] 1. καθάρισμα μεταλλικών αντικειμένων από τη σκουριά 2. μτφ. α) απόκτηση νέων δυνάμεων, ανάκτηση ζωντάνιας β) ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας … Dictionary of Greek